ὀνείρατ'

ὀνείρατ'
ὀνείρατα , ὄνειρος
Les graffites grecs du Memnonion d'Abydos
neut nom/voc/acc pl
ὀνείρατι , ὄνειρος
Les graffites grecs du Memnonion d'Abydos
neut dat sg
ὀνείρατε , ὄνειρος
Les graffites grecs du Memnonion d'Abydos
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ονειράτιον — ὀνειράτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνειρατ τού ὄνειραρ, ατος(βλ. λ. όναρ)] …   Dictionary of Greek

  • ονειρατεύομαι — ὀνειρατεύομαι (Μ) ονειρώττω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνειρατ τού ὄνειραρ, ατος(βλ. λ. όναρ)] …   Dictionary of Greek

  • ονειρατικός — ὀνειρατικός, ή, όν (Α) αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνειρατ τού ὀνειραρ, ατος (βλ. λ. όναρ)] …   Dictionary of Greek

  • όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”